αποπλισσομαι

αποπλισσομαι
    ἀποπλίσσομαι
    ἀπο-πλίσσομαι
    (aor. ἀπεπλιξάμην) удирать со всех ног Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποπλισσομαι" в других словарях:

  • αποπλίσσομαι — ἀποπλίσσομαι (Α) [πλίσσομαι] απομακρύνομαι με ανοιχτά βήματα, φεύγω πηδώντας …   Dictionary of Greek

  • ἀπεπλίξατο — ἀποπλίσσομαι trot off aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπλιγμένα — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp neut nom/voc/acc pl διαπεπλιγμένᾱ , διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp fem nom/voc/acc dual διαπεπλιγμένᾱ , διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) διά πλίσσομαι cross the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπλιγμένον — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp masc acc sg διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp neut nom/voc/acc sg διά πλίσσομαι cross the legs perf part mp masc acc sg διά πλίσσομαι cross the legs perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεπλίχθαι — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf inf mp διά πλίσσομαι cross the legs perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπεπλίξατο — ἀνά ἀποπλίσσομαι trot off aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»